ἀγχίστροφος

ἀγχίστροφος
ἀγχί-στροφος, ον,
A turning closely, quick-swooping,

ἰκτῖνος Thgn. 1261

.
2 quick-changing, changeable,

ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Hdt.7.13

; ἀ. μεταβολή sudden change, Th.2.53;

ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀ. D.H.4.23

:—Rhet., τὸ ἀ. rapidity of transition, Longin. 27.3; ἁρμονία ἀ. περὶ τὰς πτώσεις a style flexible in the use of the cases, D.H.Comp.22. Adv.

-φως Longin.22.1

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγχίστροφος — ἀγχίστροφος, ον (Α) 1. αυτός που στρέφεται γρήγορα, ο ευκίνητος 2. αυτός που μεταβάλλεται γρήγορα και εύκολα, άστατος, ευμετάβολος, ξαφνικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγχίστροφον ταχύτητα μεταβάσεως από τη μία σκέψη στην άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι +… …   Dictionary of Greek

  • ἀγχίστροφος — turning closely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστρόφως — ἀγχίστροφος turning closely adverbial ἀγχίστροφος turning closely masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχίστροφον — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem acc sg ἀγχίστροφος turning closely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστρόφοις — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστρόφου — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστρόφους — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστρόφῳ — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχίστροφα — ἀγχίστροφος turning closely neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχίστροφοι — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”